ἄγνοια

ἄγνοια

ἄγνοια, , Unwissenheit, Unbekanntschaft, τινός, mit etwas, ἀγνοίᾳ, δι' ἄγνοιαν, ὑπ' ἀγνοίας, z. B. ἁμαρτάνειν, aus Unwissenheit, Plat. mit ἀμαϑία Prot. 360 b; davon etwas geschieden Theaet. 176 c; entgegensteht γνῶσις Rep. V, 478 c, ἐπιστήμη 477 a. Altatt. ἀγνοίᾱ, wie Soph. Tr. 349 Phil. 129. Vgl. ἄνοια. – Sp. Fehler, Dem. ep. 2 (1472, 5).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγνοία — ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc/acc dual ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc/acc dual ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίᾳ — ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνοια — ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) [ἀγνοῶ] έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια αρχ. 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια 2. φρ. «ὑπ ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον …   Dictionary of Greek

  • ἄγνοια — want of perception fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνοια — η 1. έλλειψη γνώσης, αμάθεια: Έχω άγνοια από ψυχολογία. 2. αδικαιολόγητη απουσία στρατιώτη για ορισμένο χρόνο: Κηρύχτηκε σε άγνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνοια νόμου — Η έλλειψη γνώσης των διατάξεων ενός νόμου ή και η απόλυτη άγνοια της ύπαρξής του. Ο αστικός κώδικας εξομοιώνει την ά.ν. με την πλάνη. Γενικά, η ά.ν. θεωρείται κολάσιμη πράξη, αν την επικαλεστεί κανείς ως υπερασπιστικό μέσο. Με τον ίδιο όρο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγνοίας — ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem acc pl ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem acc pl ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίαι — ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοιῶν — ἄγνοια want of perception fem gen pl ἄγνοια want of perception fem gen pl ἀγνοέω not to perceive pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίαις — ἄγνοια want of perception fem dat pl ἄγνοια want of perception fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοίαν — ἀγνοίᾱν , ἄγνοια want of perception fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”