- ἄ-γναμπτος
ἄ-γναμπτος, ungebeugt, unerbittlich, Aesch. νόος Pr. 163; πρὸς ἡδονὰς καὶ φόβους Plut. Cat. Min. 11; ἀγναμπτότατος βάτος αὖος Zenob. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-γναμπτος, ungebeugt, unerbittlich, Aesch. νόος Pr. 163; πρὸς ἡδονὰς καὶ φόβους Plut. Cat. Min. 11; ἀγναμπτότατος βάτος αὖος Zenob. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek
γναμπτά — γναμπτός curved neut nom/voc/acc pl γναμπτά̱ , γναμπτός curved fem nom/voc/acc dual γναμπτά̱ , γναμπτός curved fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτόν — γναμπτός curved masc acc sg γναμπτός curved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπταί — γναμπτός curved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖο — γναμπτός curved masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖς — γναμπτός curved masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖσι — γναμπτός curved masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖσιν — γναμπτός curved masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοί — γναμπτός curved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτούς — γναμπτός curved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτῆς — γναμπτός curved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)