καμπτός — flexible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτός — ή, ὁ (Α καμπτός, ή, όν) [κάμπτω] αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμπτός α) καμπτήρας* β) πτέρυγα, πλευρό … Dictionary of Greek
καμπτά — καμπτός flexible neut nom/voc/acc pl καμπτά̱ , καμπτός flexible fem nom/voc/acc dual καμπτά̱ , καμπτός flexible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῶν — καμπτός flexible fem gen pl καμπτός flexible masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτόν — καμπτός flexible masc acc sg καμπτός flexible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοῖσι — καμπτός flexible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοῖσιν — καμπτός flexible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοί — καμπτός flexible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοῦ — καμπτός flexible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτούς — καμπτός flexible masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτέων — καμπτός flexible masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)