ἄγκῡρα

ἄγκῡρα

ἄγκῡρα, , Anker (von den gekrümmten Armen desselben), zuerst Theogn. u. Pind.; Anker werfen, ἀφιέναι Xen. Hell. 3, 5, 6; βάλλειν Pind. I. 5, 11; καϑιέναι Her. 7, 36; ἐρείδειν χϑονί Pind. P. 10, 51; ῥίπτειν εἰς γῆν Orph. Arg. 497; κρεμαννύναι Pind. P. 4, 192; μεϑιέναι Aesch. Ch. 650; χαλᾶν Sp. – Anker lichten, αἴρεσϑαι Plut. Pomp. 80; ἀναιρεῖσϑαι Ath. XV, 672 c; Leon. Tar. 57 (X, 1); ἀνελκύσασϑαι Poll.; ἀνασπάω, ἀναφέρω, Long. 2, 29. 26, kappen, ἀποκόπτειν. Vor Anker liegen, ἐπ' ἀγκύρας ὁρμεῖν, ἀποσαλεύειν, ὁρμίσασϑαι, Poll. 1, 103; vgl. Eur. Hel. 1080. Dah. ἐπ' ἀγκύραιν δυοῖν ὁρμεῖν τινα ἐᾶν, Jemandem die Wahl zwischen zwei Dingen lassen, Dem. 56, 44; Plut. auch ἐπ' ἀγκύραις Sol. 19; – der Hauptanker des Schiffs hieß ἱερά, Luc. Fugit. 13 Jup. Trag. 51; Plut. reip. ger. pr. 19. Uebertr. Eur. οἴκων, vom Sohne, des Hauses Stütze, Hec. 80; wie Soph. frg. 612; Plat. Legg. XII, 961 c πόλεως. – Bei Theophr. ein Haken, als Werkzeug.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀγκύρα — Ἀγκύρᾱ , Ἄγκυρα fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκύρα — ἀγκύρᾱ , ἄγκυρα anchor fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγκύρᾳ — Ἀγκύρᾱͅ , Ἄγκυρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκύρᾳ — ἀγκύρᾱͅ , ἄγκυρα anchor fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγκυρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγκυρα — anchor fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • άγκυρα — η 1. βαρύ σιδερένιο αγκυλωτό όργανο που χρησιμεύει ν ακινητούν τα πλοία: Όταν έφτασα στο λιμάνι το πλοίοέριχνε την άγκυρα. 2. στήριγμα, ελπίδα: Αυτό ήταν η μοναδική για κείνον άγκυρα σωτηρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀγκύρας — Ἀγκύρᾱς , Ἄγκυρα fem acc pl Ἀγκύρᾱς , Ἄγκυρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκύρας — ἀγκύρᾱς , ἄγκυρα anchor fem acc pl ἀγκύρᾱς , ἄγκυρα anchor fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγκυρ' — Ἄγκυρα , Ἄγκυρα fem nom/voc sg Ἄγκυραι , Ἄγκυρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”