ἄγχιστος

ἄγχιστος

ἄγχιστος, superl. zu ἄγχι, der Nächste, vom Orte, Aesch. Ag. 247; Soph. O. R. 919, u. von Verwandtschaft El. 1094, wie Eur. γένει ἄγχ. πατρός Tr. 48. Bei Pind. mit dem dat., χάρμα ἀνδράσιν ἄγχ., zum Schutze nahe, P. 9, 64. – Hom. nur neutr., einmal ἄγχιστον, Od. 5, 280 ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα γαίης Φαιήκων, ὅϑι τ' ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ, fünfmal ἄγχιστα, Iliad. 2, 58. 14, 474 ἄγχιστα ἐῴκει, Od. 13, 80 ἄγχιστα ἐοικώς, 6, 152 ἄγχιστα ἐίσκω, Iliad. 20, 18 (von der Zeit oder vom Interesse) τῶν γὰρ νῦν ἄγχιστα μάχη πόλεμός τε δέδηεν. Aesch. Suppl. 1018; Pind. ἄγχ. σκοποῠ ἀκοντίζω N. 9, 55, vgl. I. 2, 10; Her. 5, 79 ἄγχ. ἡμέων οἰκέουσι, u. sonst mit dem gen.; auch von Verwandtschaft, Luc. Catap l. 17 ἄγχιστα ἦν αὐτῷ γένους.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

  • ἄγχιστος — nearest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχιστον — ἄγχιστος nearest masc/fem acc sg ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχιστα — ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • ἄγχιστ' — ἄγχιστα , ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl ἄγχιστε , ἄγχιστος nearest masc/fem voc sg ἄ̱γχιστο , ἀγχίζω plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱γχισται , ἀγχίζω perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • -ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστίνος — ἀγχιστῑνος, η, ον (Α) [ἄγχιστος] πυκνός, κατά σωρούς, ο ένας πάνω στον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεύς — ἀγχιστεύς ( έως), ο (Α) [ἄγχιστος] συνήθως στον πληθ. οἱ ἀγχιστεῑς 1. οι εξ αίματος πλησιέστατοι συγγενείς 2. παραπλήσιοι, συγγενικοί 3. νόμιμοι κληρονόμοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”