- ἄ-γραμμος
ἄ-γραμμος, ohne Linie, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-γραμμος, ohne Linie, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Γράμμος — Oροσειρά του δυτικού κλάδου της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα βόρεια της οροσειράς του Λεσκοβικιού και η υψηλότερη κορυφή της είναι στα 2.520 μ. Από την οροσειρά αυτή περνά η οροθετική γραμμή Ελλάδας Αλβανίας. Η περιοχή της οροσειράς υπήρξε πεδίο … Dictionary of Greek
εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος … Dictionary of Greek
ιθύγραμμος — ἰθύγραμμος, ον (Α) ευθύγραμμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εύ γραμμος, ευθύ γραμμος] … Dictionary of Greek
ισόγραμμος — η, ο αυτός που έχει ίσες γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό γραμμος, μονό γραμμος] … Dictionary of Greek
καμπυλόγραμμος — η, ο (Α καμπυλόγραμμος, ον) (για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμές νεοελλ. 1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο»,… … Dictionary of Greek
λεπτόγραμμος — η, ο (Α λεπτόγραμμος, ον) γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος 2.… … Dictionary of Greek
μελανόγραμμος — μελανόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομό γραμμος, ποικιλό… … Dictionary of Greek
Grammos (Berg) — Grammos (Γράμμος / Gramozi) Grammos. Südseite von Plikati aus gesehen. Höhe … Deutsch Wikipedia
Граммос — Γράμμος … Википедия
ευθύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα) σχήμα που αποτελείται από ευθείες… … Dictionary of Greek
καλλίγραμμος — η, ο 1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα 2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ … Dictionary of Greek