- ἄ-μωμος
ἄ-μωμος, untadelig, tadellos, Her. 2, 177; Aesch. Pers. 181; Theocr. 18, 25. Vgl. ἀμύμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-μωμος, untadelig, tadellos, Her. 2, 177; Aesch. Pers. 181; Theocr. 18, 25. Vgl. ἀμύμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μῶμος — blame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμος — blame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
Μῶμε — Μῶμος blame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμε — μῶμος blame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῶμοι — Μῶμος blame masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμοι — μῶμος blame masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῶμον — Μῶμος blame masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμον — μῶμος blame masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώμοις — Μῶμος blame masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώμου — Μῶμος blame masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)