ἄ-φθονος

ἄ-φθονος

ἄ-φθονος, 1) keinen Neid hegend, Οὐρανίδαι Phocyl.;Pind. Ol. 6, 7; Her. 3, 80; καὶ πρᾶος Plat. Rep. VI, 500 a; nicht kärglich, freigebig, H. h. 30, 16; Pind. Ol. 2, 104; Aesch. Ag. 296; vom Boden, ergiebig, λειμῶνες Plat. Soph. 222 a; ὧραι Axioch. 371 c. – 2) unbeneidet, gew. reichlich gespendet, im Ueberfluß vorhanden, H. h. Apoll. 536; Hes. O. 118; ὄλβος Aesch. Ag. 458; βίος Philetaer. Ath. VII, 280 d; oft in Prosa; bes. von Früchten, καρποί, πόα, Plat. Polit. 272 a; ἐν ἀφϑόνοις βιοτεύειν, im Ueberfluß leben, Xen. An. 3, 2, 25; ἐν τοῖς ἀφϑονωτάτοις στρατοπεδεύεσϑαι Cyr. 5, 4, 40; ἐν ἀφϑόνοις τραφείς Dem. 18, 256; vgl. daselbst 89 πόλεμος ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφϑονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; ἐν ἀφϑόνοις τοὺς νεοττοὺς ἐκτρέφειν Ael. H. A. 2, 43. – Compar. außer den regelmäßigen Formen ἀφϑονέστερος, Pind. Ol. 2, 104; Aesch. frg. Ath. X, 424 d; ἀφϑονεστάτην χρήμασι πόλιν Eupol. Eust. Od. 1441, 16; Plat. Rep. V, 460 b. – Adv. ἀφϑόνως, z. B. χρῆσϑαι τοῖς βέλεσι, die Geschosse nicht sparen, Pol. 1, 40; πάντ' ἔχοντες ἀφϑ. Antiph. Stob. 121, 9; im Wortspiel, πολλὰ διδάσκεις ἀφϑόνως διὰ φϑόνον, Philem. Stob. Floril. 38, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθόνος — φθόνος, ο και φτόνος, ο το να αισθάνεται κανείς λύπη για την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία, ζήλια, κακεντρέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθόνος — ill will masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… …   Dictionary of Greek

  • Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνε — φθόνος ill will masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοι — φθόνος ill will masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοις — φθόνος ill will masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνον — φθόνος ill will masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνου — φθόνος ill will masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνους — φθόνος ill will masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”