ἄ-φθεγκτος

ἄ-φθεγκτος

ἄ-φθεγκτος, 1) sprachlos, stumm, μηνυτήρ Aesch. Eum. 236; νάπος, still, Soph. O. C. 155; sp. D. – 2) unaussprechlich, καὶ ἄλογον Plat. Soph. 238 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθεγκτός — ή, όν, Α [φθέγγομαι] αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή …   Dictionary of Greek

  • φθεγκτά — φθεγκτός capable of being sounded neut nom/voc/acc pl φθεγκτά̱ , φθεγκτός capable of being sounded fem nom/voc/acc dual φθεγκτά̱ , φθεγκτός capable of being sounded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγκτῶν — φθεγκτός capable of being sounded fem gen pl φθεγκτός capable of being sounded masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγκτόν — φθεγκτός capable of being sounded masc acc sg φθεγκτός capable of being sounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφθεγκτος — θεόφθεγκτος, ον (Α) αυτός που λέχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φθεγκτος (< φθέγγομαι), πρβλ. από φθεγκτος, δύσ φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • προφητόφθεγκτος — ον, Μ αυτός που λέχθηκε από προφήτες, αυτός που περιέχεται σε προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + φθεγκτος (< φθεγκτός < φθέγγομαι), πρβλ. θεό φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • μελίφθεγκτος — μελίφθεγκτος, ον (Α) μελίφθογγος, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθεγκτός (< φθέγγομαι), πρβλ. θεό φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • άφθεγκτος — ἄφθεγκτος, ον (Α) [φθεγκτός] 1. άφωνος, αμίλητος 2. (για τόπους) αυτός στον οποίο κανείς δεν επιτρέπεται να μιλά 3. άρρητος, ανέκφραστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”