- ἄ-φλεκτος
ἄ-φλεκτος, nicht verbrannt, βωμοῖς. – πέλανοι Eur. Hel. 1334; nicht am Feuer zubereitet, Ap. Rh. 1, 1074.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-φλεκτος, nicht verbrannt, βωμοῖς. – πέλανοι Eur. Hel. 1334; nicht am Feuer zubereitet, Ap. Rh. 1, 1074.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύφλεκτος — η, ο (Α εὔφλεκτος, ον) αυτός που αναφλέγεται, που ανάβει εύκολα («ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες», Aρρ.). επίρρ... εὐφλέκτως (Α) με ευκολία στην ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. ά φλεκτος, πυρί φλεκτος] … Dictionary of Greek
ημίφλεκτος — η, ο (Α ἡμίφλεκτος, ον) σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ομό φλεκτος] … Dictionary of Greek
ομόφλεκτος — ὁμόφλεκτος, ον (Α) ομοφλεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ημί φλεκτος] … Dictionary of Greek
πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] … Dictionary of Greek
ετοιμόφλεκτος — ἑτοιμόφλεκτος, ον (Μ) αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] … Dictionary of Greek
πάμφλεκτος — πάμφλεκτος, ον (Α) 1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα 2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] … Dictionary of Greek
βραδύφλεκτος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + φλεκτος < φλέγω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ευκατάφλεκτος — εὐκατάφλεκτος, ον (Α) αυτός που καταφλέγεται εύκολα, ο εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φλεκτος (< κατα φλέγω)] … Dictionary of Greek
παλαμοφλεκτέω — (Α) καίω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη + φλεκτῶ (< φλεκτός < φλέγω)] … Dictionary of Greek