ἄφενος

ἄφενος

ἄφενος (Ableitung unsicher, vgl. Buttmann Lexil. 1, 46), τό, reichlicher Vorrath, Reichthum; Hom. dreimal, Iliad. 1, 171 ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ἄφενος u. πλοῦτος steht auf Homer. Art παραλλήλως, beides bedeutet dasselbe, vgl. Apoll. lex. Hom. p. 48, 30 ἄφενος πλοῦτος ἀπὸ τούτου καὶ ἀφνειος ὁ πλούσιος; Iliad. 23, 299 μέγα γάρ οἱ ἔδωκει Ζεὺς ἄφενος; Odyss. 14, 99 οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ' ἄφενος τοσσοῠτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. δώδεκ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες. ἔνϑα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα παντα ἐσχατιῇ βόσκοντ, ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσϑλοὶ ὀρονται. – αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε; – vom Reichthume der Götter, Hes. Th. 112. – Bei Hes. O. 24 ist es masc., wie Call. Iov. 96; Crinag. ep. 33 (IX, 234).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άφενος — ἄφενος, το (Α) περιουσία, πρόσοδος, αφθονία αγαθών, βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. ινδ. άpnas «περιουσία, πλούτος», παρ όλο που είναι σημασιολογικά ικανοποιητική, δεν εξηγεί το δασύ φ του ελλ. τ., πράγμα που οδήγησε στην… …   Dictionary of Greek

  • ἄφενος — revenue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφένει — ἄφενος revenue neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφένεϊ , ἄφενος revenue neut dat sg (epic ionic) ἄφενος revenue neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφένεος — ἄφενος revenue neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφένους — ἄφενος revenue neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”