ἄ-σβεστος

ἄ-σβεστος

ἄ-σβεστος, unausgelöscht, unauslöschlich, unvertilgbar, unvergänglich, unaufhörlich; fem. ἀσβέστη φλόξ Iliad. 16, 123, vgl. Scholl. Aristonic. u. Herodian.; φλογὶ ἀσβέστῳ 17, 89; μένος 22, 96; κλέος Od. 4, 584. 7, 333; γέλως Iliad. 1, 599 Od. 8, 326. 20, 346; βοὴ ἄσβεστος Iliad. 11, 50. 500. 530. 13, 169. 540. 16, 267, vgl. Aristoph. Pac. 1287; κλέος Simon. (VII, 251); πῦρ Pallad. 10 (IX, 167); ἀκτίς Pind. I. 3, 60; πόρος Aesch. Prom. 530. Als subst., , sc. τίτανος, ungelöschter Kalk, Sp.; sc. λίϑος, Asbest, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σβεστόν — σβεστός quenched masc acc sg σβεστός quenched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστή — σβεστός quenched fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστήν — σβεστός quenched fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] …   Dictionary of Greek

  • АСБЕСТ —    • Asbestos,          ασβεστος (несгораемый, разумеется λίθος), зеленовато беловатый камень, амиант или горный лен; из его волокон уже в древности приготовляли asbestum sc. linum, несгораемое полотно. Пеленами из такого полотна римляне… …   Реальный словарь классических древностей

  • εύσβεστος — εὔσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σβεστός (< σβέννυμι «σβήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ՇԻՋԱՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 2 0478 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա.ն. σβεστικός իբր σβεστός extinguibilis. Շիջական. շիջանելի դիւրաւ. անցաւոր. *Զի թէ այսչափ դառն է շիջանուտ հուրն, որչափ ապա անշէջ հուրն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: *Ասացեր, թէ զքեզ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”