ἄ-στικτος

ἄ-στικτος

ἄ-στικτος, nicht durch Punkte bezeichnet, a) nicht tättowirt, Her. 5, 6. – b) nach Harpocr., womit Men. bei Schol. Luc. Iov. Trag. 48 zu vgl., ein nicht verpfändetes Landgut, da ein solches durch Säulen mit Inschriften bezeichnet wurde (ἀνεπιδάνειστος). S. Poll. 3, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στικτός — pricked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • στικτός — ή, ό 1. γεμάτος στίγματα. 2. «στικτή γραμμή», γραμμή που σημειώνεται με τελείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφηνόδους ο στικτός ή τουατάρα — (sphenodon punctatum ή hatteria punctata). Ερπετό της οικογένειας των Σφηνοδοντιδών, της τάξης των ρυγχοκεφαλίων, της οποίας είναι σήμερα ο μοναδικός εκπρόσωπος. Το τυπικό αυτό δείγμα ζωντανού απολιθώματος, που μελετήθηκε μόνο μετά το 1830 και… …   Dictionary of Greek

  • στικτά — στικτός pricked neut nom/voc/acc pl στικτά̱ , στικτός pricked fem nom/voc/acc dual στικτά̱ , στικτός pricked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτόν — στικτός pricked masc acc sg στικτός pricked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικταῖς — στικτός pricked fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικταί — στικτός pricked fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτοῖο — στικτός pricked masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτοῖς — στικτός pricked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτοῖσι — στικτός pricked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”