- ἄστρις
ἄστρις, ἡ, = ἀστράγαλος, Callim. frg. u. VLL.; Eusth. acc. plur. ἄστριας ἢ ἀστρίας, wie von ἀστρία od. ἀστρίας, vgl. Poll. 9, 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄστρις, ἡ, = ἀστράγαλος, Callim. frg. u. VLL.; Eusth. acc. plur. ἄστριας ἢ ἀστρίας, wie von ἀστρία od. ἀστρίας, vgl. Poll. 9, 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.