- ἄ-σπουδος
ἄ-σπουδος, ohne Anstrengung, Ggstz σπουδαῖος Eupol. B. A. p. 453.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-σπουδος, ohne Anstrengung, Ggstz σπουδαῖος Eupol. B. A. p. 453.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινόσπουδος — καινόσπουδος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με νέα πράγματα, που επιδιώκει νεωτερισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. ά σπουδος, κενό σπουδος] … Dictionary of Greek
κενόσπουδος — η, ο (Α κενόσπουδος, ον) αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα τα αντικείμενα απλής περιέργειας. επίρρ... κενοσπούδως (Α) με κενή, μάταιη… … Dictionary of Greek
ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] … Dictionary of Greek
περίσπουδος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλή σπουδή και ζήλο για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. υπέρ σπουδος] … Dictionary of Greek
υπέρσπουδος — ον, Α πάρα πολύ σπουδαίος ή, κατ άλλους, πάρα πολύ βιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. περί σπουδος] … Dictionary of Greek
φιλόσπουδος — ον, Α αυτός που αγαπά τη σπουδή, τον ζήλο, την προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. κενό σπονδος] … Dictionary of Greek