ἄροσις

ἄροσις

ἄροσις, , das Ackern, Pflügen, Arist. Bei Hom., welcher das Wort zweimal hat, steht es durch eine rhetor. Figur im Sinne von »Ackerland«: Od. 9, 134 ἐν δ' ἄροσις λείη; Iliad. 9, 580 τέμενος ἑλέσϑαι, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο, ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσϑαι, wo Aristarch nach Scholl. Did. ψιλῆς schrieb, scil. γῆς. Sp. D., wie D. Per. 418.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄροσις — arable land fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρόσει — ἄροσις arable land fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρόσεϊ , ἄροσις arable land fem dat sg (epic) ἄροσις arable land fem dat sg (attic ionic) ἀρόω plough aor subj act 3rd sg (epic) ἀρόω plough fut ind mid 2nd sg ἀρόω plough fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρόσεις — ἄροσις arable land fem nom/voc pl (attic epic) ἄροσις arable land fem nom/acc pl (attic) ἀρόω plough aor subj act 2nd sg (epic) ἀρόω plough fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄροσιν — ἄροσις arable land fem acc sg ἀρόω plough pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άροση — η (AM ἄροσις) [αρώ] 1. η καλλιεργήσιμη γη 2. το όργωμα …   Dictionary of Greek

  • αρόσιμος — ἀρόσιμος, ον (Α) [άροσις] 1. ο κατάλληλος για καλλιέργεια 2. μτφ. (για γυναίκα) η κατάλληλη να συλλάβει και να γεννήσει 3. ο καρπερός …   Dictionary of Greek

  • αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… …   Dictionary of Greek

  • ολιγηροσίη — ὀλιγηροσίη, ἡ (Α) καλλιεργήσιμη γη μικρής εκτάσεως, μικρός αρόσιμος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄροσις «όργωμα, καλιεργήσιμη γη». Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πολυλήϊος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά χωράφια με σιτηρά 2. αυτός που παράγει πολύ καρπό («πολυλήϊος ἄροσις», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λήϊον «χωράφι με σιτηρά» (πρβλ. βαθυ λήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • ՀԵՐԿ — (ʼի կամ ոյ, ոց կամ անց.) NBH 2 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 12c գ. νέωμα novalis, renovatio agri ἅροσις aratio. (լծ. երկ. երկիր. ագարակ. հերձ.) Վարումն երկրի. արօրադրելն. հերձումն արօրով. եւ Անդ հերկեալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀρόσεως — ἀρόσεω̆ς , ἄροσις arable land fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”