- ἄρηρα
ἄρηρα, perf. zu ἄρω. Davon ἀρηρότως, anschließend, passend, fest.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄρηρα, perf. zu ἄρω. Davon ἀρηρότως, anschließend, passend, fest.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄρηρα — ἀραρίσκω join perf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek