ἄρδην

ἄρδην

ἄρδην, = ἀέρδην (ἀείρω), in die Höhe gehoben, ῥίπτειν Aesch. Prom. 1053; λαβεῖν Ag. 226; ἄρδην νέκυν φέρουσιν Eur. Alc. 608; πηδᾶν ἄρδην ὑπὲρ τάφρων, hoch über den Graben hinwegspringen, Soph. Ai. 1258; ἐκ χαλκέας ἄρδην πρόχου χοαῖσι τὸν νέκυν στέφει, indem sie die Kanne hoch hebt, Ant. 428; – vom Grunde aus, gänzlich, διαφϑείρειν Plat. Legg. III, 677 c; πόλιν ἀπολλύναι Rep. IV, 421 a; vgl. Dem. 27, 26; öfter Pol., auch πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα 1, 35, 5; – ἄρδην πάντες Ar. Th. 274; Xen. An. 7, 1, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄρδην — lifted up on high indeclform (adverb) ἄρδω water pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρδην — Μηνιαία κοινωνιολογική εφημερίδα με εκδότη τον Πλάτωνα Δρακούλη (Αύγουστος 1885 – Ιούλιος 1887). Η εφημερίδα υποστήριξε απόψεις που συμπίπτουν με τις αρχές του νεότερου αναθεωρητικού σοσιαλισμού. * * * (AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. [αείρω] εκ… …   Dictionary of Greek

  • αέρδην — ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α) 1. ψηλά, στον αέρα, επάνω 2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων 3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί 4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ δην και, με συναίρεση …   Dictionary of Greek

  • напрасно — (90) нар. 1. Неожиданно, внезапно, вдруг: въпросиша о пока˫авъшиихъсѧ. и напрасно ѹмьръшиихъ. Изб 1076, 248 об.; Ѥгда на поли льтьстьмь. сто˫аше кънѧже борисе. напрасно пристѹпиша орѹжьници незнаѥми. Стих 1156–1163, 106 об.; и абиѥ напрасно… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FERETRUM — a ferendo, Gr. φορεῖον, capulus erat, in quo defuncti cadaver, ad sepulturam efferrimos. Quod munus propinquioribus virilis sexus apud Romanos incum bebat, Serv. Itaqueve filii interdum parentes, et fratres sorores interdum elatas funere… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • θεμελία — θεμελίᾳ (Α) [θεμέλιος] επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην …   Dictionary of Greek

  • θεμελιόθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + θεν, κατάλ. δηλωτική τής προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”