ἄρμενον

ἄρμενον

ἄρμενον, τό, Segel, Pol. 1, 44, 3; Theocr. 22, 13; Ap. Rh. 4, 237. 889; übh. jedes Werkzeug, Hippocr.; βάκχου Ant. Sid. 90 (VII, 353); τέκτονος Leon. Tar. 4 (VI, 205); ἐργασίης Ep. ad. 90 (XI, 203); πενίας Phani. 3 (VI, 295).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅρμενον — ἄρμενον , ἀραρίσκω join aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic) ἄρμενον , ἀραρίσκω join aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρμενον — ἀραρίσκω join aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic) ἀραρίσκω join aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… …   Dictionary of Greek

  • άρμενο — το (AM ἄρμενον) συνήθως στον πληθ. βλ. άρμενα …   Dictionary of Greek

  • λινάρμενον — λινάρμενον, τὸ (Α) το ιστίο τού πλοίου που είναι κατασκευασμένο από λινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἄρμενον, που απαντά συνήθως στον πληθ. ἄρμενα «ξάρτια ιστιοφόρου»] …   Dictionary of Greek

  • πριών — ῶνος, ὁ Α (κατά τον Φώτ.) «τὸ ἄρμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων (Ι), με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τριάρμενος — η, ο / τριάρμενος, ον, ΝΑ (για ιστιοφόρο) αυτός που έχει τρία άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἄρμενον, ἄρμενα (πρβλ. εννε άρμενος)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՄԻՈՆ — ( ) NBH 1 0369 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բառ յն. առմէնոն. ἅρμενον Առագաստ նաւու. ... *Թռչարանն՝ արմիոնն է. Լծ. նար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”