ἄρτιος

ἄρτιος

ἄρτιος (ἄρω), 1) angemessen, passend; Hom. viermal, ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν, Verständiges zu reden, Od. 8, 240 Iliad. 14, 92; ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη, er war eines Sinnes mit ihm, Iliad. 5, 326 Od. 19, 248; – ἄρτια μηδόμενος Pind. Ol. 6, 94; ἄρτιος ποιεῖν τι, πείϑεσϑαι, bereit, Her. 9, 48. 27. 53; καὶ εὔκοσμα πάντ' ἀποφαίνει Sol. frg. bei Dem. 19, 255. – 2) vollkommen, unversehrt, φρένες Eur. Tr. 417; τὼ πόδε, dem χωλευϑῆναι entggstzt, Luc. sacrif. 6. – Von Zahlen, gerade, in der Prosa die gew. Bdtg, entggstzt περισσός. – Adv. ἀρτίως, vollkommen passend; gew. = ἄρτι, eben; Soph.; Plat., mit praes. u. praeterit., seltner als ἄρτι, καϑάπερ ἀρτίως εἴπομεν Phil. 15 a; vgl. Xen. Oec. 2, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄρτιος — complete masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • άρτιος — α, ο 1. τέλειος, πλήρης, ακέριος: Η μελέτη σου για τα δάση της Μακεδονίας είναι σχεδόν άρτια. 2. (για αριθμούς), ζυγός, που διαιρείται με το δύο (αντίθ. περιττός): Το οκτώ είναι αριθμός άρτιος. 3. το ουδ. ως ουσ., το άρτιο ολόκληρη η αξία κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρτιώτατον — ἄρτιος complete masc acc superl sg ἄρτιος complete neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίων — ἄρτιος complete fem gen pl ἄρτιος complete masc/neut gen pl ἀρτάω fasten to pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίως — ἄρτιος complete adverbial ἄρτιος complete masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτιον — ἄρτιος complete masc acc sg ἄρτιος complete neut nom/voc/acc sg ἄ̱ρτιον , ἀρτάω fasten to imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ρτιον , ἀρτάω fasten to imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀρτάω fasten to imperf ind act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιωτάτην — ἄρτιος complete fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιωτάτης — ἄρτιος complete fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιώτατος — ἄρτιος complete masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίαις — ἄρτιος complete fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”