ἄρτι

ἄρτι

ἄρτι (ἄρω, angefügt), gerade, eben; von der nächsten Vergangenheit, eben erst, vor kurzem, ἄρτι ἥκεις ἢ πάλαι Plat. Crit. 43 a; ἐν τῷ ἄρτι, entgegengesetzt ἐν τῷ νῠν, Men. 89 c; οὐκ ἄρτι γε, – νῦν δέ Alc. I, 127 c; Sp. auch von dem länger Vergangenen, wie Pol. 5, 67, 4 u. sonst; auf die Gegenwart bezogen, gerade jetzt, ἀναμιμνήσκομαι Plat. Lys. 215 c u. sonst; mit νῦν vrbdn, Polit. 291 a Men. 85 c; beim subst., ὁ ἄρτι λόγος Plat. Theaet. 153 e; ἄρτι μένἄρτι δέ, bald – bald, Luc. Nigr. 4; von der Zukunft, Antiph. bei Ath. VIII, 338 f, wo Mein. ἄρα corrig., s. Lob. Phryn. p. 20. – In der Zstzg bedeutet es gew. das eben Geschehene, seltner das Vollkommene, Vortreffliche, wie bei Hom. in den drei von ihm gebr. composs. ἀρτιεπής Iliad. 22, 281, ἀρτίπος 9, 505 Od. 8, 310, ἀρτίφρων 24, 261. Das Wort ἄρτι selber bei Hom. nur als falsche Lesart Iliad. 21, 288 Od. 20, 166. 23, 174.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄρτι — just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- —     ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi     English meaning: to move, pass     Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen”     Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως …   Dictionary of Greek

  • αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… …   Dictionary of Greek

  • αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”