ὄπις

ὄπις

ὄπις, ιδος, ἡ, acc. ὄπιν u. ὄπιδα (ἕπομαι, od., wie Phurnut. sagt, ἀπὸ τοῦ λανϑάνειν ὄπισϑεν, nicht von ὌΠ, οψομαι, obwohl man, hierauf zurückgehend, die strafende Rücksicht auf begangene Verbrechen erklärt), eigtl. was auf böse Handlungen folgt, Strafe, Rache; bei Hom. ϑεῶν ὄπις, die Rache der Götter, die Strafe, welche auf Uebertretung göttlicher Gesetze folgt; ϑεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες, Il. 16, 388; οὐδὲ ϑεῶν ὄπιν ᾐδέσατο, Od. 21, 28; ϑεῶν ὄπιν εἰδότες, Hes. O. 189; ὄπιν ἀϑανάτων πεφυλαγμένος, 706; οὐδ' ὄπιδα τρομέουσι ϑεῶν, Od. 20, 215; καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει, 14, 88, wie οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ' ἐλεητύν ib. 82, sie denken an keine künftige Strafe, noch auch an Erbarmen; von den Rachegöttinnen, κακὴν ὄπιν ἀποδοῦναι, Hes. Th. 222; Ἑρμέω ὄπιν ἅζεσϑαι, Theocr. 25, 4; ϑεῶν ὄπιν ἄφϑιτον, im guten Sinne, die Huld der Götter, Pind. P. 8, 74, vgl. Ol. 2, 6. – Daher Scheu vor dieser Strafe, τῶν ϑεῶν οὐδεμίην ὄπιν ἔχων ἐνέπρησε τοὺς οἴκους, Her. 8, 143, vgl. 9, 76; αἰδεῖσϑαι ὄπιδα πολιοῖο γενείου, Ehrfurcht hegen gegen das greise Kinn, Mosch. 4, 117.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …   Dictionary of Greek

  • ὄπις — the vengeance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦπις — ὄπις , ὄπις the vengeance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπι — ὄπις the vengeance fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιδα — ὄπις the vengeance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιδος — ὄπις the vengeance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπιν — ὄπις the vengeance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλοπις — όπιδος, ἡ, Α ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη… …   Dictionary of Greek

  • OPIS — Nympha, Dianaecomes, Virg. Aen. l. 11. v. 867. Opis ad aeherium pennis aufertur Olympum. Item civitas, iuxta quam Tigris influit in mare Rubrum, Herodot l. 1. Idem Dianae epitheton sive Lunae, sicut et Loxo et Hecaerga, uti Servius docet in Aen.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… …   Dictionary of Greek

  • εποπίζομαι — ἐποπίζομαι (Α) λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”