περι-δείδω

περι-δείδω

περι-δείδω (s. δείδω), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάϑωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάϑῃσιν, 17, 242, u. c. gen., οὔτι τόσον νέκυος περιδείδια, 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα ϑεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιδείδω — Α 1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι 2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δείδω «φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιδίω — Α (επικ. τ. τού περιδείδω) φοβούμαι, ανησυχώ πολύ (α. «περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν» β. «περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν μή τι πάθοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίω, επικ. τ. τού δείδω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”