ἄ-πυρος

ἄ-πυρος

ἄ-πυρος (πῠρ), a) ohne Feuer; 1) bei Hom. ἀπύρους τρίποδας Iliad. 9. 122. 264, λέβητ' ἄπυρον, ἀνϑεμόεντα 23, 885; ἄπυρον λέβητα, λευκὸν ἔτ' αὔτως 23, 267: entweder die noch nicht in's Feuer gekommen, noch nicht gebraucht sind, oder die gar nicht zum Gebrauch im Feuer bestimmt sind; letztere Erklärung ist die des Aristarch, Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 267 σημειοῠνταί τινες ὅτι ἄπυρον τὸν ἀναϑηματικόν, ἕτερον τοῦ ἐμπυριβήτου; vgl. Scholl. Iliad. 23, 885. 9, 122. 265 Apoll. Lex. 40, 32 Athen. 2. 38 a 11, 501 b; ἄπυρος πινακίσκος B. A. 1, 14, μήπω πυρὶ προςενηνεγμένος erkl.; ἄπυρα σκεύη Plat. Legg. III, 679 a, von Hesych. erkl. τὰ οὐ παρέχοντα χρῆσιν ἐν πυρί;Soph. Tr. 682 φάρμακον ἄπυρον ἀκτῖνός τ' αἰεὶ ϑερμῆς ἄϑικτον. – 2) ἱερά, Opfer, bei denen nichts verbrannt wird, Pind. Ol. 7, 48; ϑυσία Eur.; bei Clem. Al. ἄπυροι die Furien, denen kein Brandopfer gebracht wurde. Bei Aesch. Ag. 70 aber sind ἱερὰ ἄπυρα nicht gehörig dargebrachte, frevelhafte Opfer, wie auch Soph. bei Hesych. ἄπυρον für ἄϑυτον braucht. – 3) ungekocht, οἶνος Alcm. bei Ath. I, 31 c; μέλι Luc. Navig. 23; σιτία Plut.; ἄκολοι Leon. Tar. 45 (IX, 563); τροφή Suid. Häufig χρυσός, roh, im Ggstz von ἄπεφϑος, Her. 3, 97; Arist. Mir. Anse. 45; Diod. Sic. 2, 5; Antiphil. 21 (IX, 310). Ebenso ϑεῖον ἄπυρον, Diosc.; Plin. 35, 15. – 4) bei den Aerzten, ohne Fieberhitze. – b) ἄρδις ἄπυρος, Aesch. Prom. 882, feuergleich, wie Feuer brennend, Schol. πολύπυρος, also mit dem α copulativ. gebildet; Andere erkl. vielleicht richtiger: nicht im Feuer gewesen, nicht geschmiedet, da ἄρδις hier uneigentlich gesagt ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… …   Dictionary of Greek

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”