φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη … Dictionary of Greek
εύπτερος — εὔπτερος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραία φτερά 2. αυτός που έχει φτερά στην ψυχή του, ο αγγελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος, ωκύ πτερος] … Dictionary of Greek
θραυσίπτερος — θραυσίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει φτερά τα οποία σπάζουν εύκολα («θραυσίπτερον ἱέρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θραυσι (< θραύω), πρβλ. (βροντησι κέραυνος, τερψί μ βροτος) + πτερος (< πτερόν, πρβλ. ά πτερος, τανασί πτερος)] … Dictionary of Greek
ισόπτερος — ἰσόπτερος, ον (Α) γρήγορος σαν φτερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό πτερος, ορθό πτερος] … Dictionary of Greek
κακόπτερος — κακόπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.) 2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό πτερος, ποικιλό … Dictionary of Greek
καλλίπτερος — καλλίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό πτερος, πυκνό πτερος] … Dictionary of Greek
κατάπτερος — κατάπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί πτερος, υπό πτερος] … Dictionary of Greek
κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… … Dictionary of Greek
κουφόπτερος — η, ο (Α κουφόπτερος, ον) νεοελλ. αυτός που διαδίδεται γρήγορα αρχ. αυτός που έχει ανάλαφρα φτερά, που πνέει ελαφρά («κουφόπτεροι αὖραι», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό πτερος, χρυσό πτερος] … Dictionary of Greek
κρυψίπτερος — κρυψίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ερασί πτερος, τανυσί πτερος] … Dictionary of Greek
κυκνόπτερος — κυκνόπτερος, ον (Α) (επίθ. τής Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό πτερος, ορθό… … Dictionary of Greek