ἄ-πρᾱκτος

ἄ-πρᾱκτος

ἄ-πρᾱκτος, ion. ἄπρηκτος, 1) nichts ausrichtend, nichts bewirkend, erfolglos, vergeblich, ἄπρηκτον νέεσϑαι Iliad. 14, 221; ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν Iliad. 2, 121; ἀπρήκτους ἔριδας 2, 376; Thuc. 1, 111. 4, 61, oft; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά 1, 24; μή οἱ πρέσβεις ἄπρακτοι ἥκοιεν Xen. Hell. 2, 2, 21; so βοήϑεια, ἐπιβολή u. ä., Pol. 1, 48, 5. 6, 15, 5; δόρατα ἄπρακτα καὶ μάταια 6, 25, 5; γῆ, nichts einbringend, Plut.; nichts thuend, καὶ ἀργός Plat. Locr. 104 c; φόβων ἀπρακτότατος Plut. superst. 3; ἡμέραι, an denen man nichts unternimmt, Feiertage, Alc. 34 qu. Rom. 25; = ἀποφράς, Luc.; ἑορτή Hermogen. Proleg. p. 27; ἡ ϑερεία ἀπρ. γίγνεται Pol. 5, 5, 5. – 2) pass., a) wogegen man nichts ausrichten kann, ἀπρήκτους ὀδύνας, unheilbare Schmerzen, Od. 2, 79; ἄπρηκτον ἀνίην, ein unabwendbares Unheil, 12, 223; κακά Pind. I. 7, 7; wie ἀμήχανος. – b) ungethan, ὅπως μη τὰ τῆς πόλεως ἀπρακτα γένηται, nicht besorgt wird, Xen. Mem. 2, 1, 2; vgl. Dem. 19, 278. 50, 58. Auch Sp. – c) οὐδὲ μαντικῆς ἄπ. ὑμῖν γίγνομαι Soph. Ant. 1022, ihr versucht auch die Seherkunst an mir. – Adv. ἀπράκτως, gew. ohne etwas auszurichten, ohne Erfolg, Thuc. 6, 48 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρακτός — things to be done masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… …   Dictionary of Greek

  • πρακτά — πρακτός things to be done neut nom/voc/acc pl πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc/acc dual πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτόν — πρακτός things to be done masc acc sg πρακτός things to be done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτοῖς — πρακτός things to be done masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτοῦ — πρακτός things to be done masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτῷ — πρακτός things to be done masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριόπρακτος — θηριόπρακτος, ον (Μ) θηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος, μονό πρακτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπρακτος — η, ο 1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία») 2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα τού Μπρεχτ»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ευκατάπρακτος — εὐκατάπρακτος, ον (Α) αυτός που κατορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πρακτος (< κατα πράσσω), πρβλ. δυσ κατά πρακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”