- ὁλο-πόρφυρος
ὁλο-πόρφυρος, ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλο-πόρφυρος, ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπορφυρίζω — Μ πορφυρίζω σε όλο το μήκος τής επιφάνειάς μου, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πορφυρίζω (< πορφυρός)] … Dictionary of Greek