- ὁλό-καυτος
ὁλό-καυτος, ganz verbrannt, τὸ ὁλόκαυτον, das Brandopfer, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλό-καυτος, ganz verbrannt, τὸ ὁλόκαυτον, das Brandopfer, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκαρβουνόκαυτος — η, ο κατακαμένος, καταραμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κάρβουνο + καυτός (< καίω), πρβλ. δυσκολό καυτος, ολό καυτος] … Dictionary of Greek
ιεροκαυτώ — ἱεροκαυτῶ, έω (Α) 1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα 2. παθ. ἱεροκαυτοῡμαι, έομαι καίγομαι ως θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + καυτώ (< καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνο καυτώ, ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
ηλιοκαυτώ — ἡλιοκαυτῶ, έω (Α) είμαι ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτώ (< καυτός < καίω), πρβλ. ιερο καυτώ, ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
λυχνοκαυτώ — λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, έω (Α) καίω λύχνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< καυτος < καίω), πρβλ. ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
πισσοκαυτώ — και αττ. τ. πιττοκαυτῶ, έω, Α καίω κάτι και εξάγω πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + καυτῶ (< καυτος < καίω), πρβλ. ολο καυτώ] … Dictionary of Greek