- περι-δρύπτω
περι-δρύπτω, rings herum zerkratzen, pass., ἀγκῶνάς τε περιδρύφϑη, Il. 23, 395, sie wurde zerfleischt am Ellenbogen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-δρύπτω, rings herum zerkratzen, pass., ἀγκῶνάς τε περιδρύφϑη, Il. 23, 395, sie wurde zerfleischt am Ellenbogen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek