- περι-κήδομαι
περι-κήδομαι (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κήδομαι (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικήδομαι — και δωρ. τ. περικάδομαι Α φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek