ἁμαρτία

ἁμαρτία

ἁμαρτία, , Fehler, Sünde, Tragg.; Ar. Ran. 1131, com. u. att. Prosa. Ggstz ὀρϑότης, Plat. Legg. I, 627 d II, 668 d; ἁμαρτίαν περὶ τοὺς ϑεοὺς ἁμαρτάνειν Rep. II, 379 d; minder gebräuchlich als ἁμάρτημα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”