- ὁμό-σκευος
ὁμό-σκευος, gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-σκευος, gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιόσκευος — ὁμοιόσκευος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o) * + σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομό σκευος] … Dictionary of Greek