ὁρμητικός

ὁρμητικός

ὁρμητικός, zum Angriff gehörig, u. übertr., wonach strebend; ὁρμητικὴ δύναμις, Begehrungsvermögen, Tim. Locr. 102 e; πρός τι, Arist. H. A. 6, 18; auch = anreizend, den Reiz, Verlangen nach Etwas hervorrufend, Sp. – Auch adv.; ὁρμητικῶς ἔχειν, = σεύεσϑαι, Ath. IX, 401 b; Arist. H. A. 6, 18 u. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁρμητικός — impetuous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμητικός — ή, ό (Α ὁρμητικός, ή, όν) [ορμώ] αυτός που εκδηλώνεται με ένταση, με δύναμη, σφοδρός μσν. (για έμβια όντα) αυτός που ενεργεί ή κινείται με ορμή, με βία αρχ. 1. αυτός που έχει έντονη κλίση ή επιθυμία για κάτι 2. ερεθιστικός, διεγερτικός 3. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ορμητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκδηλώνεται με ζωηρότητα, με ορμή, βίαιος, σφοδρός. Σηκώθηκε το κύμα ορμητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρμητικά — ὁρμητικός impetuous neut nom/voc/acc pl ὁρμητικά̱ , ὁρμητικός impetuous fem nom/voc/acc dual ὁρμητικά̱ , ὁρμητικός impetuous fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητικώτερον — ὁρμητικός impetuous adverbial comp ὁρμητικός impetuous masc acc comp sg ὁρμητικός impetuous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητικῶν — ὁρμητικός impetuous fem gen pl ὁρμητικός impetuous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητικόν — ὁρμητικός impetuous masc acc sg ὁρμητικός impetuous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητικώτατα — ὁρμητικός impetuous adverbial superl ὁρμητικός impetuous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητικώτατον — ὁρμητικός impetuous masc acc superl sg ὁρμητικός impetuous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέδων — Ορμητικός χείμαρρος της Μεσσηνίας. Πηγάζει από τα όρη της Αλαγονίας, που βρίσκονται ΒΑ της Καλαμάτας, και εκβάλλει στον Μεσσηνιακό κόλπο, κοντά στο λιμάνι της Καλαμάτας. Εξαιτίας της μεγάλης κατωφέρειας του πάνω ρου του και της διαβρωτικής… …   Dictionary of Greek

  • ὁρμητικαί — ὁρμητικός impetuous fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”