- ἁρμοστήρ
ἁρμοστήρ, ῆρος, = folgdm, Hesych.; vgl. Plat. com. Ir. Mein. Com. 2, 2, 658.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρμοστήρ, ῆρος, = folgdm, Hesych.; vgl. Plat. com. Ir. Mein. Com. 2, 2, 658.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρμοστήρ — ἁρμοστήρ, ο (Α) [αρμόζω] 1. το εργαλείο με το οποίο γίνεται η συναρμολόγηση 2. ο διακοσμητής … Dictionary of Greek
ἁρμοστῆρας — ἁρμοστήρ laid with the grain masc acc pl ἁρμοστής one who arranges masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῆρες — ἁρμοστήρ laid with the grain masc nom/voc pl ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστήρων — ἁρμοστήρ laid with the grain masc gen pl ἁρμοστής one who arranges masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek