- ἁρματο-πήξ
ἁρματο-πήξ, ῆγος, ὁ, dasselbe, Theognost. in B. A. p. 1340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρματο-πήξ, ῆγος, ὁ, dasselbe, Theognost. in B. A. p. 1340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλινοπήξ — κλινοπήξ, ῆγος, ὁ (Μ) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο πήξ, κρυσταλλο πήξ] … Dictionary of Greek
κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… … Dictionary of Greek