ἁρμασί-δουπος

ἁρμασί-δουπος

ἁρμασί-δουπος, Pind. Eustath., = ἁρματόκτυπος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… …   Dictionary of Greek

  • ωρεσίδουπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που παράγει θόρυβο, ταραχή στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίδουπος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ἁρμασί δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) …   Dictionary of Greek

  • αρμασίδουπος — ἁρμασίδουπος, ον (Α) αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”