- ἁρπάγιον
ἁρπάγιον, τό, ein Gefäß mit engem Halse u. durchlöchertem Boden, ähnlich der κλεψύδρα, Arist. Phys. 4, 6. Nach Ath. XIII, 601 fhieß der Ort, wo Ganymedes geraubt sein sollte, ἁρπάγιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρπάγιον, τό, ein Gefäß mit engem Halse u. durchlöchertem Boden, ähnlich der κλεψύδρα, Arist. Phys. 4, 6. Nach Ath. XIII, 601 fhieß der Ort, wo Ganymedes geraubt sein sollte, ἁρπάγιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρπάγιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίοις — ἁρπάγιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίου — ἁρπάγιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίων — ἁρπάγιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγια — ἁρπάγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek
αρπάγι — το (Μ ἁρπάγιον) 1. η αρπάγη 2. όργανο αλιευτικό με το οποίο βγάζουν τα ψάρια από τον γρίπο 3. ο ιστός της αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ ή < ουσ. αρπάγη] … Dictionary of Greek