ὁπηνίκα

ὁπηνίκα

ὁπηνίκα, correlat. zu πηνίκα, dann wann, zu welcher Zeit, relat. u. indirect fragend; Soph. O. C. 435; ὡς ὁπηνίκ' ἂν ϑεὸς πλοῦν ἧμιν εἴκῃ, τηνικαῦϑ' ὁρμώμεϑα, Phil. 462; ὁπηνίκα; Ar. Av. 1499; ἐϑύσαντο ὅπως, ὁπηνίκα καὶ δοκοίη τῆς ὥρας, τὴν πορείαν ποιοῖντο, Xen. An. 3, 5, 18, zu welcher Stunde sie auch wollten; Plat. Legg. VI, 772 d; Dem. 21, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπηνίκα — ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α) επίρρ. 1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.) 2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ) 3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • ὁπηνίκα — at what point of time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηνίκ' — ὁπηνίκα , ὁπηνίκα at what point of time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… …   Dictionary of Greek

  • χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՐԺԱՄ — ( ) NBH 2 0372 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 14c մ. ὄτε, ὄταν, ἑπάν quando, quum, cum. Յո՛ր ժամ. յորո՛ւմ ժամու. յայնմ ժամանակի՝ յորում. երբ. իբրեւ. երբ որ, որ ատեն որ. ... *Կարող եմ այսօր, որպէս յորժամ առաքեաց զիս Մովսէս: Եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”