- ὁποδαπός
ὁποδαπός, correl. zu ποδαπός, relativisch, und indirect fragend, was für ein Landsmann; Her. 9, 16; τίς ὁ λέγων καὶ ὁποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁποδαπός, correl. zu ποδαπός, relativisch, und indirect fragend, was für ein Landsmann; Her. 9, 16; τίς ὁ λέγων καὶ ὁποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οποδαπός — ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, ή, όν (ΑΜ) (σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.). επίρρ... ὁποδαπῶς (Μ) από πού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής… … Dictionary of Greek
ὁποδαπός — of what country masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπῶν — ὁποδαπός of what country fem gen pl ὁποδαπός of what country masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκοδαπή — ὁποδαπός of what country fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκοδαπός — ὁποδαπός of what country masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαποί — ὁποδαπός of what country masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπούς — ὁποδαπός of what country masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπή — ὁποδαπός of what country fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποδαπῶς — ὁποδαπός of what country adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκοδαπός — ὁκοδαπός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. οποδαπός … Dictionary of Greek