- ὁποσακις-οῦν
ὁποσακις-οῦν, so oft auch immer, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁποσακις-οῦν, so oft auch immer, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek