- ὁπόσε
ὁπόσε, ep. ὁππόσε, correl. zu πόσε, poet, = ὅποι, wohin; Od. 14, 139; H. h. Apoll. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπόσε, ep. ὁππόσε, correl. zu πόσε, poet, = ὅποι, wohin; Od. 14, 139; H. h. Apoll. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπόσε — ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. όποι*, προς ποιο μέρος, πού 2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ ἐπέλθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ.… … Dictionary of Greek
ὁπόσ' — ὁπόσε , ὁπόσε poetic indeclform (adverb) ὁπόσα , ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl ὁπόσε , ὁπόσος as many masc voc sg ὁπόσαι , ὁπόσος as many fem nom/voc pl ὁπόσᾱͅ , ὁπόσος as many fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οππόσε — ὁππόσε (Α) (επικ. ποιητ. τ.) επίρρ. βλ. οπόσε … Dictionary of Greek
ὁππόσ' — ὁππόσε , ὁπόσε epic (indeclform adverb) ὁππόσα , ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (epic) ὁππόσε , ὁπόσος as many masc voc sg (epic) ὁππόσαι , ὁπόσος as many fem nom/voc pl (epic) ὁππόσᾱͅ , ὁπόσος as many fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)