περι-κλύζω

περι-κλύζω

περι-κλύζω, umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο ϑαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περικλύζω — ΜΑ παθ. περικλύζομαι 1. κατακλύζομαι από την θάλασσα 2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως αρχ. 1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω 2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό 3. βαπτίζω 4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη)… …   Dictionary of Greek

  • κλυσιδρομάς — κλυσιδρομάς, ό, ἡ (Α) αυτός που σπεύδει να βρέξει κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυσι (< κλύζω), + δρομάς (< δρομάς < δρόμος), πρβλ. εκ δρομάς, περι δρομάς. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”