ἀῤ-ῥηνής

ἀῤ-ῥηνής

ἀῤ-ῥηνής, ές, (nicht wie ein Lamm) wild, beißig, von Hunden, Theocr. 25, 83. Davon Hesych. ἀῤῥηνέω, sich zanken.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ПЛЕВРОН —    • Pleuron,          Πλευρών, древний, уже Гомером (Il. 2, 638. 13, 217. 23, 635) упоминаемый город Этолии на южном склоне Аракинфа, на северо западе от реки Евена, сo знаменитым храмом Афины. Когда Деметрий Полиоркет опустошил ок. 234 г. эту… …   Реальный словарь классических древностей

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Πλευρών — Αρχαία πόλη της Αιτωλίας, μεταξύ Μεσολογγίου και Αιτωλικού, στις πλαγιές του βουνού Αράκυνθος. Δυο χαμηλοί λόφοι, το Πετροβούνι και το Γυφτόκαστρο, διατηρούν λείψανα αρχαϊκού τείχους, που αποδίδεται στην Παλαιά Π., την πόλη των Κουρήτων κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”