- ἀῤῥεν-ώπας
ἀῤῥεν-ώπας, = folgd., Cratin. bei Eust. 1751, 50 (τὰ μὲν ἄλλα γύννις ὢν ἔχων τι ἀνδρόμορφον).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀῤῥεν-ώπας, = folgd., Cratin. bei Eust. 1751, 50 (τὰ μὲν ἄλλα γύννις ὢν ἔχων τι ἀνδρόμορφον).
http://www.zeno.org/Pape-1880.