- ἀῤῥενό-παις
ἀῤῥενό-παις γόνος, Erzeugung männlicher Kinder, Mel. 117 (Plan. 134); γαστήρ, mit einem Knaben schwanger, Nonn. D. 8, 31; sonst, mit einem Knaben, Κύπρις Sosip. 1 (V, 54); γυνή Ep. ad. 707 (App. 384).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀῤῥενό-παις γόνος, Erzeugung männlicher Kinder, Mel. 117 (Plan. 134); γαστήρ, mit einem Knaben schwanger, Nonn. D. 8, 31; sonst, mit einem Knaben, Κύπρις Sosip. 1 (V, 54); γυνή Ep. ad. 707 (App. 384).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] … Dictionary of Greek
κλυτόπαις — κλυτόπαις, αιδος ο, η (AM) 1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά 2. διάσημος για τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενό παις, ουρανό παις)] … Dictionary of Greek