περι-κνίζω

περι-κνίζω

περι-κνίζω, ringsum od. von allen Seiten kratzen, kneipen, Poll. 9, 113; bei Plut. ed. lib. 14 M. l. d.; περικνίξασϑε, von den Vienen gesagt, Zon. 6 (IX, 226).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περικνίζω — Α 1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές 2. μτφ. τσιμπολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνίζω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”