Ὀλιζών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… … Dictionary of Greek
ὀλίζων — ὀλίγος little masc/fem nom comp sg ὀλιζόω make less imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀλιζόω make less imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζῶνα — Ὀλιζών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζῶνες — Ὀλιζών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζῶνος — Ὀλιζών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλιζώνων — Ὀλιζών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
ОЛИЗОН — • Olīzon, Όλιζών, приморский город фессалийской провинции Магнесия, напротив Артемисия, что на Эвбее. Ноm. Il. 2, 717. Strab. 9, 436 … Реальный словарь классических древностей
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
ολείζων — ὀλείζων, ον (Α) βλ. ολίζων … Dictionary of Greek