- ἀλλην-άλλως
ἀλλην-άλλως, Diomed. bei Villois. anecd. II p. 182 διασκεδασϑέντα βιβλία, hier und dort hin auf verschiedene Weise (Suid. ὡς ἔτυχεν).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλην-άλλως, Diomed. bei Villois. anecd. II p. 182 διασκεδασϑέντα βιβλία, hier und dort hin auf verschiedene Weise (Suid. ὡς ἔτυχεν).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek