ἀλλοτρίωσις

ἀλλοτρίωσις

ἀλλοτρίωσις, , Entfremdung, a) Veräußerung an Fremde, Thuc. 1, 35, Schol. στέρησις. – b) Abneigung, πρός τινα, App. B. C. 3, 13 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλλοτρίωσις — estrangement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριώσει — ἀλλοτρίωσις estrangement fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀλλοτριώσεϊ , ἀλλοτρίωσις estrangement fem dat sg (epic) ἀλλοτρίωσις estrangement fem dat sg (attic ionic) ἀλλοτριόω estrange from aor subj act 3rd sg (epic) ἀλλοτριόω estrange from fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριώσεις — ἀλλοτρίωσις estrangement fem nom/voc pl (attic epic) ἀλλοτρίωσις estrangement fem nom/acc pl (attic) ἀλλοτριόω estrange from aor subj act 2nd sg (epic) ἀλλοτριόω estrange from fut ind act 2nd sg ἀ̱λλοτριώσεις , ἀλλοτριόω estrange from futperf ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριώσεσι — ἀλλοτρίωσις estrangement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριώσεσιν — ἀλλοτρίωσις estrangement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτρίωσιν — ἀλλοτρίωσις estrangement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • очоуженьѥ — ОЧОУЖЕНЬ|Ѥ (8*), ˫А с. 1.Обособление, отчуждение: три бо ни въ едино смѣшати. еже творѧше савелии. въ едино лице •г҃• совкуплѧ˫а и смазова˫а. ни раздѣлень˫а же очюжень˫а. внегда не совкуплѧти по сущьству. то бо очюженье еже дерзну арии. въ три… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

  • ՕՏԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1030 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ἁλλοτρίωσις alienatio, abalienatio, aversio ἁλλοδαπή, ξενία peregrinitas, peregrinatio. Օտար գոլն. օտարանալն. հեռացումն. երեսդարձութիւն. ... *Մի՛ լինիր ինձ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀλλοτριώσεως — ἀλλοτριώσεω̆ς , ἀλλοτρίωσις estrangement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”