ἀλλο-παθής

ἀλλο-παθής

ἀλλο-παθής, ές, Einwirkung von etwas anderm erleidend, Sp.; bei Gramm. ῥῆμα, verbum transitivum.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλλοπαθής — ές (Α ἀλλοπαθής) 1. αυτός που δεν πάσχει από δική του αιτία αλλά υφίσταται την επίδραση κάποιου άλλου 2. (Γραμμ.) α) «αλλοπαθείς αντωνυμίες», οι μη αυτοπαθείς αντωνυμίες, αυτές δηλ. που δέχονται ενέργεια από άλλο υποκείμενο (διδάσκεις ἐμέ,… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθής — ές, ΝΑ αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος αρχ. 1. αυτός που συμπάσχει 2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο 3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.) 4. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… …   Dictionary of Greek

  • ομοπαθής — ὁμοπαθής, ές (Α) αυτός που υποφέρει τα ίδια με κάποιον άλλο, ο υποκείμενος στα ίδια πάθη ή στα ίδια συναισθήματα, ιδίως δυσάρεστα, ομοιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔπαθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. καινο παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”